- παίοντες
- παίω 1strikepres part act masc nom/voc plπαίω 2strikepres part act masc nom/voc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παίω — και βοιωτ. τ. πήω (Α) 1. χτυπώ με το χέρι, με ράβδο ή με όπλο («τοῑσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», Ηρόδ.) 2. (για κωπηλάτη) χτυπώ με το κουπί («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», Αισχύλ.) 3. (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) βάλλω («τοὺς … Dictionary of Greek
εξαμαρτάνω — (AM ἐξαμαρτάνω) [αμαρτάνω] αμαρτάνω, αποτυγχάνω, διαπράττω σφάλμα («σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν, Αισχύλ.) αρχ. 1. δεν πετυχαίνω τον στόχο («μἡ τι παίοντες ἐξαμαρτῶμεν», Ξεν.) 2. (για αρρώστια) θεραπεύομαι ελλειπώς 3. (για πολίτευμα) έχω σοβαρές … Dictionary of Greek